- ταμπέλα
- η, Ν1. πινακίδα2. φρ. «τού κόλλησαν την ταμπέλα» — τόν χαρακτήρισαν και, μάλιστα, αρνητικά, τού κόλλησαν τη ρετσινιά, τόν συκοφάντησαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tabella].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταμπέλα — η (λ. ιταλ.), ενεπίγραφη πινακίδα σε τοίχο, πόρτα, συρτάρι κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Nikolas Asimos — Nikolaos Asimopoulos Born August 20, 1949(1949 08 20) Died March 17, 1988(1988 03 17) (aged 38) Nationality Greek Other names Nikos Asimos … Wikipedia
πινακίδα — η / πινακίς, ίδος, ΝΜΑ νεοελλ. 1. μικρή πλάκα, ξύλινη ή μεταλλική, πάνω σε θύρα, τοίχο, διάδρομο, συρτάρι, δρόμο, διασταύρωση, η οποία φέρει επιγραφή, η ταμπέλα 2. ειδικό πλαίσιο με τον αριθμό κυκλοφορίας οχήματος μσν. αρχ. μικρό πινάκιο, δέλτος… … Dictionary of Greek
τάβλα — Σανίδα φαγητού κατασκευασμένη από ξύλο αρκετού πάχους. Από αυτήν προέρχονται τα λεγόμενα τραγούδια της τ. Πρόκειται για επιτραπέζια τραγούδια, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσια, μετά από γάμους ή ονομαστικές εορτές. Τα τραγούδια αυτά δεν… … Dictionary of Greek